Translation meaning & definition of the word "donor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δότης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Donor
[Δωρητήσ]/doʊnər/
noun
1. Person who makes a gift of property
- synonym:
- donor ,
- giver ,
- presenter ,
- bestower ,
- conferrer
1. Αυτός που κάνει ένα δώρο ιδιοκτησίας
- συνώνυμο:
- δότης ,
- δωρητήσ ,
- παρουσιαστήσ ,
- πελώριο ,
- αναθέτων
2. (medicine) someone who gives blood or tissue or an organ to be used in another person (the host)
- synonym:
- donor
2. (φάρμακο) κάποιος που δίνει αίμα ή ιστό ή ένα όργανο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί σε άλλο άτομο (ο οικοδεσπότης
- συνώνυμο:
- δότης
Examples of using
You cannot be a blood donor.
Δεν μπορείτε να είστε δότης αίματος.
Take blood from the donor.
Πάρτε αίμα από τον δότη.