Translation meaning & definition of the word "donate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δωρεά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Donate
[Δωρίζω]/doʊnet/
verb
1. Give to a charity or good cause
- "I donated blood to the red cross for the victims of the earthquake"
- "Donate money to the orphanage"
- "She donates to her favorite charity every month"
- synonym:
- donate
1. Δώστε σε μια φιλανθρωπία ή καλό σκοπό
- "Δώρισα αίμα στον ερυθρό σταυρό για τα θύματα του σεισμού"
- "Δωρίστε χρήματα στο ορφανοτροφείο"
- "Δωρίζει στην αγαπημένη της φιλανθρωπία κάθε μήνα"
- συνώνυμο:
- δωρίζω
Examples of using
I didn't donate blood.
Δεν έδωσα αίμα.
Let me donate what little money I have with me.
Επιτρέψτε μου να δωρίσω τα λίγα χρήματα που έχω μαζί μου.