Translation meaning & definition of the word "don" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "δον" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Don
[Ντον]/dɑn/
noun
1. A spanish gentleman or nobleman
- synonym:
- Don
1. Ένας ισπανός κύριος ή ευγενής
- συνώνυμο:
- Ντον
2. Teacher at a university or college (especially at cambridge or oxford)
- synonym:
- preceptor ,
- don
2. Δάσκαλος σε πανεπιστήμιο ή κολέγιο (ειδικά στο κέιμπριτζ ή στην οξφόρδη)
- συνώνυμο:
- επιτακτήσ ,
- don
3. The head of an organized crime family
- synonym:
- don ,
- father
3. Ο επικεφαλής μιας οικογένειας οργανωμένου εγκλήματος
- συνώνυμο:
- don ,
- πατέρας
4. Celtic goddess
- Mother of gwydion and arianrhod
- Corresponds to irish danu
- synonym:
- Don
4. Κέλτικη θεά
- Μητέρα του gwydion και του arianrhod
- Αντιστοιχεί στον ιρλανδό ντανού
- συνώνυμο:
- Ντον
5. A european river in southwestern russia
- Flows into the sea of azov
- synonym:
- Don ,
- Don River
5. Ένας ευρωπαϊκός ποταμός στη νοτιοδυτική ρωσία
- Εκβάλλει στην αζοφική θάλασσα
- συνώνυμο:
- Ντον ,
- Ποταμός Ντον
6. A spanish courtesy title or form of address for men that is prefixed to the forename
- "Don roberto"
- synonym:
- Don
6. Ένας ισπανικός τίτλος ευγένειας ή μια μορφή διεύθυνσης για άνδρες που έχει πρόθεμα στο όνομα
- "Δον ρομπέρτο"
- συνώνυμο:
- Ντον
verb
1. Put clothing on one's body
- "What should i wear today?"
- "He put on his best suit for the wedding"
- "The princess donned a long blue dress"
- "The queen assumed the stately robes"
- "He got into his jeans"
- synonym:
- wear ,
- put on ,
- get into ,
- don ,
- assume
1. Βάλε ρούχα στο σώμα κάποιου
- "Τι να φορέσω σήμερα;"
- "Φόρεσε το καλύτερο κοστούμι του για το γάμο"
- "Η πριγκίπισσα φόρεσε ένα μακρύ μπλε φόρεμα"
- "Η βασίλισσα ανέλαβε τις αρχοντικές ρόμπες"
- "Μπήκε στο τζιν του"
- συνώνυμο:
- φοράω ,
- βάζω ,
- μπαίνω ,
- don ,
- υποθέτω