Translation meaning & definition of the word "dominion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυριαρχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dominion
[Κυριαρχία]/dəmɪnjən/
noun
1. Dominance or power through legal authority
- "France held undisputed dominion over vast areas of africa"
- "The rule of caesar"
- synonym:
- dominion ,
- rule
1. Κυριαρχία ή εξουσία μέσω νομικής εξουσίας
- "Η γαλλία είχε αδιαμφισβήτητη κυριαρχία σε τεράστιες περιοχές της αφρικής"
- "Ο κανόνας του καίσαρα"
- συνώνυμο:
- κυριαρχία ,
- κανόνας
2. A region marked off for administrative or other purposes
- synonym:
- district ,
- territory ,
- territorial dominion ,
- dominion
2. Περιφέρεια που απευθύνεται για διοικητικούς ή άλλους σκοπούς
- συνώνυμο:
- περιοχή ,
- έδαφος ,
- εδαφική κυριαρχία ,
- κυριαρχία
3. One of the self-governing nations in the british commonwealth
- synonym:
- Dominion
3. Ένα από τα αυτοδιοικούμενα κράτη της βρετανικής κοινοπολιτείας
- συνώνυμο:
- Κυριαρχία
Examples of using
Does mankind have dominion over animals and birds?
Έχει η ανθρωπότητα κυριαρχία πάνω στα ζώα και τα πουλιά?