Translation meaning & definition of the word "dominated" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυριαρχείται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dominated
[Κυριαρχείται]/dɑmənetəd/
adjective
1. Controlled or ruled by superior authority or power
- synonym:
- dominated
1. Ελεγχόμενος ή κυβερνώμενος από την ανώτερη αρχή ή την εξουσία
- συνώνυμο:
- κυριαρχείται
2. Harassed by persistent nagging
- synonym:
- dominated ,
- henpecked
2. Παρενοχλημένος από την επίμονη γκρίνια
- συνώνυμο:
- κυριαρχείται ,
- επιτίθεμαι