Translation meaning & definition of the word "dominate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυριαρχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dominate
[Κυριαρχεί]/dɑmənet/
verb
1. Be larger in number, quantity, power, status or importance
- "Money reigns supreme here"
- "Hispanics predominate in this neighborhood"
- synonym:
- predominate ,
- dominate ,
- rule ,
- reign ,
- prevail
1. Να είστε μεγαλύτεροι σε αριθμό, ποσότητα, δύναμη, κατάσταση ή σημασία
- "Το χρήμα βασιλεύει εδώ"
- "Οι ισπανοί κυριαρχούν σε αυτή τη γειτονιά"
- συνώνυμο:
- κυριαρχεί ,
- κανόνας ,
- βασιλεύω ,
- υπερισχύω
2. Be in control
- "Her husband completely dominates her"
- synonym:
- dominate
2. Έχω τον έλεγχο
- "Ο σύζυγός της την κυριαρχεί πλήρως"
- συνώνυμο:
- κυριαρχεί
3. Have dominance or the power to defeat over
- "Her pain completely mastered her"
- "The methods can master the problems"
- synonym:
- dominate ,
- master
3. Έχετε την κυριαρχία ή τη δύναμη να νικήσετε
- "Ο πόνος της την κυριεύει εντελώς"
- "Οι μέθοδοι μπορούν να κυριαρχήσουν τα προβλήματα"
- συνώνυμο:
- κυριαρχεί ,
- κύριος
4. Be greater in significance than
- "The tragedy overshadowed the couple's happiness"
- synonym:
- overshadow ,
- dominate ,
- eclipse
4. Να είστε μεγαλύτεροι σε σημασία από
- "Η τραγωδία επισκίασε την ευτυχία του ζεύγους"
- συνώνυμο:
- επισκιάζω ,
- κυριαρχεί ,
- έκλειψη
5. Look down on
- "The villa dominates the town"
- synonym:
- dominate ,
- command ,
- overlook ,
- overtop
5. Κοιτάζω προς τα κάτω
- "Η βίλα κυριαρχεί στην πόλη"
- συνώνυμο:
- κυριαρχεί ,
- εντολή ,
- παραβλέπω ,
- υπερβαίνω