Translation meaning & definition of the word "dominant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυρίαρχος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dominant
[Κυρίαρχοσ]/dɑmənənt/
noun
1. (music) the fifth note of the diatonic scale
- synonym:
- dominant
1. (μουσικό) η πέμπτη νότα της διατονικής κλίμακας
- συνώνυμο:
- κυρίαρχοσ
2. An allele that produces the same phenotype whether its paired allele is identical or different
- synonym:
- dominant allele ,
- dominant
2. Ένα αλληλόμορφο που παράγει τον ίδιο φαινότυπο είτε το ζευγαρωμένο αλληλόμορφο είναι πανομοιότυπο είτε διαφορετικό
- συνώνυμο:
- κυρίαρχο αλληλόμορφο ,
- κυρίαρχοσ
adjective
1. Exercising influence or control
- "Television plays a dominant role in molding public opinion"
- "The dominant partner in the marriage"
- synonym:
- dominant
1. Άσκηση επιρροής ή ελέγχου
- "Η τηλεόραση παίζει κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης"
- "Ο κυρίαρχος σύντροφος στο γάμο"
- συνώνυμο:
- κυρίαρχοσ
2. (of genes) producing the same phenotype whether its allele is identical or dissimilar
- synonym:
- dominant
2. ( των γονιδίων) που παράγουν τον ίδιο φαινότυπο είτε το αλληλόμορφο είναι πανομοιότυπο είτε ανόμοια
- συνώνυμο:
- κυρίαρχοσ
3. Most frequent or common
- "Prevailing winds"
- synonym:
- prevailing ,
- prevalent ,
- predominant ,
- dominant ,
- rife
3. Πιο συχνές ή συχνές
- "Προετοιμασία των ανέμων"
- συνώνυμο:
- επικρατώντασ ,
- διαδεδομένοσ ,
- κυρίαρχοσ ,
- παραφλεγόμενοσ