Translation meaning & definition of the word "domestically" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εσωτερικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Domestically
[Δεσποτικά]/dəmɛstɪkli/
adverb
1. With respect to the internal affairs of a government
- "Domestically, the president proposes a more moderate economic policy"
- synonym:
- domestically
1. Σε σχέση με τις εσωτερικές υποθέσεις μιας κυβέρνησης
- "Κυρίως, ο πρόεδρος προτείνει μια πιο μετριοπαθή οικονομική πολιτική"
- συνώνυμο:
- εσωτερικά
2. With respect to home or family
- "The housewife bored us with her domestically limited conversation"
- synonym:
- domestically
2. Σε σχέση με το σπίτι ή την οικογένεια
- "Η νοικοκυρά μας βαριέται με την εσωτερικά περιορισμένη συνομιλία της"
- συνώνυμο:
- εσωτερικά
Examples of using
The government is promoting the use of domestically made products.
Η κυβέρνηση προωθεί τη χρήση εγχώριων προϊόντων.