Translation meaning & definition of the word "dome" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δίκος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dome
[Θόλοσ]/doʊm/
noun
1. A concave shape whose distinguishing characteristic is that the concavity faces downward
- synonym:
- dome
1. Ένα κοίλο σχήμα του οποίου το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι ότι η κοίλη όψη προς τα κάτω
- συνώνυμο:
- θόλος
2. Informal terms for a human head
- synonym:
- attic ,
- bean ,
- bonce ,
- noodle ,
- noggin ,
- dome
2. Ανεπίσημοι όροι για ένα ανθρώπινο κεφάλι
- συνώνυμο:
- σοφίτα ,
- φασόλι ,
- βουνό ,
- νουντλ ,
- νογκίν ,
- θόλος
3. A stadium that has a roof
- synonym:
- dome ,
- domed stadium ,
- covered stadium
3. Ένα γήπεδο που έχει στέγη
- συνώνυμο:
- θόλος ,
- θολωτό στάδιο ,
- καλυμμένο στάδιο
4. A hemispherical roof
- synonym:
- dome
4. Ημισφαιρική οροφή
- συνώνυμο:
- θόλος