Translation meaning & definition of the word "domain" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τομέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Domain
[Τομέας]/doʊmen/
noun
1. A particular environment or walk of life
- "His social sphere is limited"
- "It was a closed area of employment"
- "He's out of my orbit"
- synonym:
- sphere ,
- domain ,
- area ,
- orbit ,
- field ,
- arena
1. Ένα συγκεκριμένο περιβάλλον ή περίπατος ζωής
- "Η κοινωνική του σφαίρα είναι περιορισμένη"
- "Ήταν ένας κλειστός χώρος απασχόλησης"
- "Είναι έξω από την τροχιά μου"
- συνώνυμο:
- σφαίρα ,
- τομέασ ,
- περιοχή ,
- τροχιά ,
- πεδίο ,
- αρένα
2. Territory over which rule or control is exercised
- "His domain extended into europe"
- "He made it the law of the land"
- synonym:
- domain ,
- demesne ,
- land
2. Έδαφος στο οποίο ασκείται ο κανόνας ή ο έλεγχος
- "Η περιοχή του επεκτάθηκε στην ευρώπη"
- "Το έκανε νόμο της γης"
- συνώνυμο:
- τομέασ ,
- ντέμεν ,
- γη
3. (mathematics) the set of values of the independent variable for which a function is defined
- synonym:
- domain ,
- domain of a function
3. (μαθηματικά) το σύνολο των τιμών της ανεξάρτητης μεταβλητής για την οποία ορίζεται μια συνάρτηση
- συνώνυμο:
- τομέασ ,
- τομέας μιας συνάρτησης
4. People in general
- Especially a distinctive group of people with some shared interest
- "The western world"
- synonym:
- world ,
- domain
4. Άνθρωποι γενικά
- Ειδικά μια ξεχωριστή ομάδα ανθρώπων με κάποιο κοινό ενδιαφέρον
- "Ο δυτικός κόσμος"
- συνώνυμο:
- κόσμος ,
- τομέασ
5. The content of a particular field of knowledge
- synonym:
- knowledge domain ,
- knowledge base ,
- domain
5. Το περιεχόμενο ενός συγκεκριμένου τομέα γνώσης
- συνώνυμο:
- τομέας γνώσης ,
- βάση γνώσεων ,
- τομέασ