Translation meaning & definition of the word "doll" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δόλλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Doll
[Κούκλα]/dɑl/
noun
1. A small replica of a person
- Used as a toy
- synonym:
- doll ,
- dolly
1. Ένα μικρό αντίγραφο ενός ατόμου
- Χρησιμοποιείται ως παιχνίδι
- συνώνυμο:
- κούκλα ,
- ντόλι
2. Informal terms for a (young) woman
- synonym:
- dame ,
- doll ,
- wench ,
- skirt ,
- chick ,
- bird
2. Ανεπίσημοι όροι για μια γυναίκα (-)
- συνώνυμο:
- νταμ ,
- κούκλα ,
- γουένχα ,
- φούστα ,
- κοτοπουλάκι ,
- πουλί
Examples of using
She is still playing with a doll.
Παίζει με μια κούκλα.
This doll was a gift from my aunt.
Αυτή η κούκλα ήταν ένα δώρο από τη θεία μου.
This is my doll.
Αυτή είναι η κούκλα μου.