Translation meaning & definition of the word "dole" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τόλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dole
[Ντουλάπα]/doʊl/
noun
1. A share of money or food or clothing that has been charitably given
- synonym:
- dole
1. Ένα μερίδιο των χρημάτων ή των τροφίμων ή των ενδυμάτων που έχουν δοθεί φιλανθρωπικά
- συνώνυμο:
- πειράζω
2. Money received from the state
- synonym:
- dole ,
- pogy ,
- pogey
2. Χρήματα που παραλαμβάνονται από το κράτος
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- πογκία ,
- πουτίγκε