Translation meaning & definition of the word "dogmatism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δογματισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dogmatism
[Δογματισμόσ]/dɑgmətɪzəm/
noun
1. The intolerance and prejudice of a bigot
- synonym:
- bigotry ,
- dogmatism
1. Η μισαλλοδοξία και η προκατάληψη ενός πληθυσμού
- συνώνυμο:
- μισαλλοδοξία ,
- δογματισμόσ