Translation meaning & definition of the word "dogmatic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δογματική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dogmatic
[Δογματικόσ]/dɑgmætɪk/
adjective
1. Characterized by assertion of unproved or unprovable principles
- synonym:
- dogmatic ,
- dogmatical
1. Χαρακτηρίζεται από ισχυρισμό μη αποδεδειγμένων ή μη αποδεικτικών αρχών
- συνώνυμο:
- δογματικόσ
2. Of or pertaining to or characteristic of a doctrine or code of beliefs accepted as authoritative
- synonym:
- dogmatic
2. Από ή σχετικά με ή χαρακτηριστικά ενός δόγματος ή κώδικα πεποιθήσεων που γίνεται αποδεκτός ως έγκυρος
- συνώνυμο:
- δογματικόσ
3. Relating to or involving dogma
- "Dogmatic writings"
- synonym:
- dogmatic
3. Σχετικά με ή με τη συμμετοχή του δόγματος
- "Δογματικά γραπτά"
- συνώνυμο:
- δογματικόσ