Translation meaning & definition of the word "doer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πράξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Doer
[Πόρτα]/dur/
noun
1. A person who acts and gets things done
- "He's a principal actor in this affair"
- "When you want something done get a doer"
- "He's a miracle worker"
- synonym:
- actor ,
- doer ,
- worker
1. Ένας άνθρωπος που ενεργεί και κάνει τα πράγματα
- "Είναι ο κύριος ηθοποιός σε αυτή την υπόθεση"
- "Όταν θέλετε κάτι να γίνει πάρτε έναν πράκτορα"
- "Είναι ένας θαυματουργός εργάτης"
- συνώνυμο:
- ηθοποιός ,
- πράττων ,
- εργάτης