Translation meaning & definition of the word "doe" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "πόε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Doe
[Ντου]/doʊ/
noun
1. The federal department responsible for maintaining a national energy policy of the united states
- Created in 1977
- synonym:
- Department of Energy ,
- Energy Department ,
- Energy ,
- DOE
1. Το ομοσπονδιακό τμήμα που είναι υπεύθυνο για τη διατήρηση μιας εθνικής ενεργειακής πολιτικής των ηνωμένων πολιτειών
- Δημιουργήθηκε το 1977
- συνώνυμο:
- Τμήμα Ενέργειας ,
- Ενέργεια ,
- ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΏ
2. Mature female of mammals of which the male is called `buck'
- synonym:
- doe
2. Ώριμο θηλυκό των θηλαστικών των οποίων το αρσενικό ονομάζεται `παπούτσι'
- συνώνυμο:
- ντου