Translation meaning & definition of the word "dodo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δόδο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dodo
[Ντόντο]/doʊdoʊ/
noun
1. Someone whose style is out of fashion
- synonym:
- dodo ,
- fogy ,
- fogey ,
- fossil
1. Κάποιος του οποίου το στυλ είναι εκτός μόδας
- συνώνυμο:
- ντόντο ,
- φόγκι ,
- φιγαλιάρησ ,
- απολιθωμένο
2. Extinct heavy flightless bird of mauritius related to pigeons
- synonym:
- dodo ,
- Raphus cucullatus
2. Εξαφανισμένο βαρύ πτηνό του μαυρίκιου που σχετίζεται με τα περιστέρια
- συνώνυμο:
- ντόντο ,
- Ράφους Κουκουλάτου