Translation meaning & definition of the word "dodger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόφραξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dodger
[Αποφεύγων]/dɑʤər/
noun
1. A shifty deceptive person
- synonym:
- dodger ,
- fox ,
- slyboots
1. Ένα παραπλανητικό άτομο
- συνώνυμο:
- αποφεύγων ,
- αλεπού ,
- λυμπότεσ
2. Small oval cake of corn bread baked or fried (chiefly southern)
- synonym:
- corn dab ,
- corn dodger ,
- dodger
2. Μικρό οβάλ κέικ ψωμιού καλαμποκιού ψημένο ή τηγανητό (ακουστικά νότια)
- συνώνυμο:
- καλαμπόκι ,
- αποφεύγων καλαμποκιού ,
- αποφεύγων