Translation meaning & definition of the word "dodge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποφύγετε" στην ελληνική γλώσσα
Dodge
[Αποφεύγω]noun
1. An elaborate or deceitful scheme contrived to deceive or evade
- "His testimony was just a contrivance to throw us off the track"
- synonym:
- contrivance ,
- stratagem ,
- dodge
1. Ένα περίτεχνο ή απατηλό σχέδιο που επεξεργάστηκε για να εξαπατήσει ή να αποφύγει
- "Η μαρτυρία του ήταν απλώς μια επινόηση για να μας πετάξει από την πίστα"
- συνώνυμο:
- επινόηση ,
- στρατήγημα ,
- αποφεύγω
2. A quick evasive movement
- synonym:
- dodge
2. Ένα γρήγορο κίνημα αποφυγής
- συνώνυμο:
- αποφεύγω
3. A statement that evades the question by cleverness or trickery
- synonym:
- dodge ,
- dodging ,
- scheme
3. Μια δήλωση που αποφεύγει την ερώτηση με εξυπνάδα ή απάτη
- συνώνυμο:
- αποφεύγω ,
- σχέδιο
verb
1. Make a sudden movement in a new direction so as to avoid
- "The child dodged the teacher's blow"
- synonym:
- dodge
1. Κάντε μια ξαφνική κίνηση σε μια νέα κατεύθυνση, έτσι ώστε να αποφευχθεί
- "Το παιδί απέφυγε το χτύπημα του δασκάλου"
- συνώνυμο:
- αποφεύγω
2. Move to and fro or from place to place usually in an irregular course
- "The pickpocket dodged through the crowd"
- synonym:
- dodge
2. Μετακινηθείτε προς και από τόπο σε τόπο συνήθως σε ακανόνιστη πορεία
- "Η τσέπη αποφεύγεται μέσα από το πλήθος"
- συνώνυμο:
- αποφεύγω
3. Avoid or try to avoid fulfilling, answering, or performing (duties, questions, or issues)
- "He dodged the issue"
- "She skirted the problem"
- "They tend to evade their responsibilities"
- "He evaded the questions skillfully"
- synonym:
- hedge ,
- fudge ,
- evade ,
- put off ,
- circumvent ,
- parry ,
- elude ,
- skirt ,
- dodge ,
- duck ,
- sidestep
3. Αποφύγετε ή προσπαθήστε να αποφύγετε την εκπλήρωση, την απάντηση ή την εκτέλεση (καθηγητών, ερωτήσεων ή θεμάτων)
- "Απέφυγε το θέμα"
- "Απέφυγε το πρόβλημα"
- "Τείνουν να αποφεύγουν τις ευθύνες τους"
- "Απέφυγε τις ερωτήσεις επιδέξια"
- συνώνυμο:
- αντιστάθμιση ,
- φουντίγκα ,
- αποφεύγω ,
- απογειώνομαι ,
- παράκαμψη ,
- παραπλεύρωση ,
- διαφεύγω ,
- φούστα ,
- πάπια ,
- παρακάτω