Translation meaning & definition of the word "document" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έγγραφο" στην ελληνική γλώσσα
Document
[Έγγραφο]noun
1. Writing that provides information (especially information of an official nature)
- synonym:
- document ,
- written document ,
- papers
1. Γραφή που παρέχει πληροφορίες (ειδικά πληροφορίες επίσημης φύσης)
- συνώνυμο:
- έγγραφο ,
- γραπτό έγγραφο ,
- χαρτιά
2. Anything serving as a representation of a person's thinking by means of symbolic marks
- synonym:
- document
2. Οτιδήποτε χρησιμεύει ως αναπαράσταση της σκέψης ενός ατόμου μέσω συμβολικών σημαδιών
- συνώνυμο:
- έγγραφο
3. A written account of ownership or obligation
- synonym:
- document
3. Γραπτή αφήγηση ιδιοκτησίας ή υποχρέωσης
- συνώνυμο:
- έγγραφο
4. (computer science) a computer file that contains text (and possibly formatting instructions) using seven-bit ascii characters
- synonym:
- text file ,
- document
4. (επιστήμη υπολογιστών) ένα αρχείο υπολογιστή που περιέχει κείμενο (και πιθανώς οδηγίες μορφοποίησης) χρησιμοποιώντας επτά-πχς χαρακτήρες
- συνώνυμο:
- αρχείο κειμένου ,
- έγγραφο
verb
1. Record in detail
- "The parents documented every step of their child's development"
- synonym:
- document
1. Καταγράψτε λεπτομερώς
- "Οι γονείς τεκμηρίωσαν κάθε βήμα της ανάπτυξης του παιδιού τους"
- συνώνυμο:
- έγγραφο
2. Support or supply with references
- "Can you document your claims?"
- synonym:
- document
2. Υποστήριξη ή προμήθεια με αναφορές
- "Μπορείτε να τεκμηριώσετε τις αξιώσεις σας?"
- συνώνυμο:
- έγγραφο