Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "doctor" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γιατρός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Doctor

[Γιατρός]
/dɑktər/

noun

1. A licensed medical practitioner

  • "I felt so bad i went to see my doctor"
    synonym:
  • doctor
  • ,
  • doc
  • ,
  • physician
  • ,
  • MD
  • ,
  • Dr.
  • ,
  • medico

1. Ένας αδειούχος ιατρός

  • "Ένιωσα τόσο άσχημα που πήγα να δω το γιατρό μου"
    συνώνυμο:
  • γιατρός
  • ,
  • ντοκ
  • ,
  • ΜΔ
  • ,
  • Δρ.
  • ,
  • φάρμακο

2. (roman catholic church) a title conferred on 33 saints who distinguished themselves through the orthodoxy of their theological teaching

  • "The doctors of the church greatly influenced christian thought down to the late middle ages"
    synonym:
  • Doctor of the Church
  • ,
  • Doctor

2. (ρωμαϊκή καθολική εκκλησία) ένας τίτλος απονεμήθηκε σε 33 αγίους που διακρίθηκαν μέσω της ορθοδοξίας της θεολογικής τους διδασκαλίας

  • "Οι γιατροί της εκκλησίας επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τη χριστιανική σκέψη μέχρι τον ύστερο μεσαίωνα"
    συνώνυμο:
  • Διδάκτωρ της Εκκλησίας
  • ,
  • Γιατρός

3. Children take the roles of physician or patient or nurse and pretend they are at the physician's office

  • "The children explored each other's bodies by playing the game of doctor"
    synonym:
  • doctor

3. Τα παιδιά παίρνουν τους ρόλους του γιατρού ή του ασθενούς ή της νοσοκόμας και προσποιούνται ότι βρίσκονται στο γραφείο του γιατρού

  • "Τα παιδιά εξερεύνησαν το σώμα του άλλου παίζοντας το παιχνίδι του γιατρού"
    συνώνυμο:
  • γιατρός

4. A person who holds ph.d. degree (or the equivalent) from an academic institution

  • "She is a doctor of philosophy in physics"
    synonym:
  • doctor
  • ,
  • Dr.

4. Ένα άτομο που κατέχει το διδακτορικό δίπλωμα (ή το ισοδύναμο) από ένα ακαδημαϊκό ίδρυμα

  • "Είναι γιατρός της φιλοσοφίας στη φυσική"
    συνώνυμο:
  • γιατρός
  • ,
  • Δρ.

verb

1. Alter and make impure, as with the intention to deceive

  • "Sophisticate rose water with geraniol"
    synonym:
  • sophisticate
  • ,
  • doctor
  • ,
  • doctor up

1. Αλλάξτε και κάντε ακάθαρτο, όπως με την πρόθεση να εξαπατήσει

  • "Σοφιστικό ροδόνερο με γερανιόλη"
    συνώνυμο:
  • πολυπλοκότητα
  • ,
  • γιατρός
  • ,
  • επαναλαμβάνω γιατρό

2. Give medical treatment to

    synonym:
  • doctor

2. Δώστε ιατρική περίθαλψη σε

    συνώνυμο:
  • γιατρός

3. Restore by replacing a part or putting together what is torn or broken

  • "She repaired her tv set"
  • "Repair my shoes please"
    synonym:
  • repair
  • ,
  • mend
  • ,
  • fix
  • ,
  • bushel
  • ,
  • doctor
  • ,
  • furbish up
  • ,
  • restore
  • ,
  • touch on

3. Επαναφέρετε με την αντικατάσταση ενός μέρους ή βάζοντας μαζί ό, τι είναι σχισμένο ή σπασμένο

  • "Επισκεύασε το τηλεοπτικό της σετ"
  • "Ανακαλέστε τα παπούτσια μου παρακαλώ"
    συνώνυμο:
  • επισκευή
  • ,
  • επιμελώ
  • ,
  • διορθώνω
  • ,
  • μπούσελ
  • ,
  • γιατρός
  • ,
  • ανατριχιάζω
  • ,
  • επαναφορά
  • ,
  • αγγίζω

Examples of using

My doctor told me that I had contracted a sexually transmitted infection.
Ο γιατρός μου μου είπε ότι είχα προσβληθεί από μια σεξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη.
He is a very good doctor.
Είναι πολύ καλός γιατρός.
After thoroughly examining Mary, the doctor could find no physical reason for her condition, and concluded that the cause was psychosomatic.
Αφού εξέτασε διεξοδικά τη Μαρία, ο γιατρός δεν μπόρεσε να βρει κανένα φυσικό λόγο για την κατάστασή της και κατέληξε στο συμπέρασμα.