Translation meaning & definition of the word "do" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "κάνω" στην ελληνική γλώσσα
Do
[Κάνω]noun
1. An uproarious party
- synonym:
- bash ,
- do ,
- brawl
1. Ένα ταραχώδες κόμμα
- συνώνυμο:
- μπας ,
- κάνω ,
- καυγάς
2. The syllable naming the first (tonic) note of any major scale in solmization
- synonym:
- do ,
- doh ,
- ut
2. Η συλλαβή που ονομάζει την πρώτη (τονική) νότα οποιασδήποτε κύριας κλίμακας στη σολμωδία
- συνώνυμο:
- κάνω ,
- doh ,
- ut
3. Doctor's degree in osteopathy
- synonym:
- Doctor of Osteopathy ,
- DO
3. Πτυχίο διδάκτορα στην οστεοπαθητική
- συνώνυμο:
- Διδάκτωρ Οστεοπαθητικής ,
- ΚΆΝΩ
verb
1. Engage in
- "Make love, not war"
- "Make an effort"
- "Do research"
- "Do nothing"
- "Make revolution"
- synonym:
- make ,
- do
1. Ασχολούμαι
- "Κάνε έρωτα, όχι πόλεμο"
- "Κάνε μια προσπάθεια"
- "Κάνε έρευνα"
- "Μην κάνεις τίποτα"
- "Κάνε επανάσταση"
- συνώνυμο:
- κάνω
2. Carry out or perform an action
- "John did the painting, the weeding, and he cleaned out the gutters"
- "The skater executed a triple pirouette"
- "She did a little dance"
- synonym:
- perform ,
- execute ,
- do
2. Εκτελέστε ή εκτελέστε μια ενέργεια
- "Ο τζον έκανε τον πίνακα, το ξεχορτάριασμα και καθάρισε τις υδρορροές"
- "Ο σκέιτερ εκτέλεσε μια τριπλή πιρουέτα"
- "Έκανε ένα μικρό χορό"
- συνώνυμο:
- εκτελώ ,
- κάνω
3. Get (something) done
- "I did my job"
- synonym:
- do ,
- perform
3. Να γίνει (κάτι)
- "Έκανα τη δουλειά μου"
- συνώνυμο:
- κάνω ,
- εκτελώ
4. Proceed or get along
- "How is she doing in her new job?"
- "How are you making out in graduate school?"
- "He's come a long way"
- synonym:
- do ,
- fare ,
- make out ,
- come ,
- get along
4. Προχωρήστε ή τα πηγαίνετε καλά
- "Πώς τα πάει στη νέα της δουλειά;"
- "Πώς τα βγάζεις πέρα στο μεταπτυχιακό;"
- "Έχει κάνει πολύ δρόμο"
- συνώνυμο:
- κάνω ,
- ναύλος ,
- αποτυπώνω ,
- ελάτε ,
- τα πάω καλά
5. Give rise to
- Cause to happen or occur, not always intentionally
- "Cause a commotion"
- "Make a stir"
- "Cause an accident"
- synonym:
- cause ,
- do ,
- make
5. Προκαλώ
- Αιτία να συμβεί ή να συμβεί, όχι πάντα σκόπιμα
- "Προκαλέστε ταραχή"
- "Κάνε αναταραχή"
- "Προκαλέστε ένα ατύχημα"
- συνώνυμο:
- αιτία ,
- κάνω
6. Carry out or practice
- As of jobs and professions
- "Practice law"
- synonym:
- practice ,
- practise ,
- exercise ,
- do
6. Πραγματοποιήστε ή εξασκηθείτε
- Όσον αφορά τις θέσεις εργασίας και τα επαγγέλματα
- "Ασκητικό δίκαιο"
- συνώνυμο:
- εξάσκηση ,
- εξασκηθείτε ,
- άσκηση ,
- κάνω
7. Be sufficient
- Be adequate, either in quality or quantity
- "A few words would answer"
- "This car suits my purpose well"
- "Will $100 do?"
- "A 'b' grade doesn't suffice to get me into medical school"
- "Nothing else will serve"
- synonym:
- suffice ,
- do ,
- answer ,
- serve
7. Να είσαι επαρκής
- Να είστε επαρκείς, είτε σε ποιότητα είτε σε ποσότητα
- "Λίγα λόγια θα απαντούσαν"
- "Αυτό το αμάξι ταιριάζει καλά στο σκοπό μου"
- "Will $100 do;"
- "Ένας βαθμός "β" δεν αρκεί για να με πάει στην ιατρική σχολή"
- "Τίποτα άλλο δεν θα υπηρετήσει"
- συνώνυμο:
- αρκεί ,
- κάνω ,
- απάντηση ,
- υπηρετώ
8. Create or design, often in a certain way
- "Do my room in blue"
- "I did this piece in wood to express my love for the forest"
- synonym:
- do ,
- make
8. Δημιουργία ή σχεδιασμό, συχνά με έναν συγκεκριμένο τρόπο
- "Κάνε το δωμάτιό μου στα μπλε"
- "Έκανα αυτό το κομμάτι σε ξύλο για να εκφράσω την αγάπη μου για το δάσος"
- συνώνυμο:
- κάνω
9. Behave in a certain manner
- Show a certain behavior
- Conduct or comport oneself
- "You should act like an adult"
- "Don't behave like a fool"
- "What makes her do this way?"
- "The dog acts ferocious, but he is really afraid of people"
- synonym:
- act ,
- behave ,
- do
9. Συμπεριφερθείτε με συγκεκριμένο τρόπο
- Δείξε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά
- Συμπεριφορά ή συμπεριφορά
- "Θα πρέπει να φέρεσαι σαν ενήλικας"
- "Μην φέρεσαι σαν ανόητος"
- "Τι την κάνει να κάνει έτσι;"
- "Ο σκύλος συμπεριφέρεται άγρια, αλλά πραγματικά φοβάται τους ανθρώπους"
- συνώνυμο:
- πράξη ,
- συμπεριφέρομαι ,
- κάνω
10. Spend time in prison or in a labor camp
- "He did six years for embezzlement"
- synonym:
- serve ,
- do
10. Περάστε χρόνο στη φυλακή ή σε ένα στρατόπεδο εργασίας
- "Έκανε έξι χρόνια για υπεξαίρεση"
- συνώνυμο:
- υπηρετώ ,
- κάνω
11. Carry on or function
- "We could do with a little more help around here"
- synonym:
- do ,
- manage
11. Συνέχιση ή λειτουργία
- "Θα μπορούσαμε να κάνουμε λίγη περισσότερη βοήθεια εδώ γύρω"
- συνώνυμο:
- κάνω ,
- διαχειρίζομαι
12. Arrange attractively
- "Dress my hair for the wedding"
- synonym:
- dress ,
- arrange ,
- set ,
- do ,
- coif ,
- coiffe ,
- coiffure
12. Τακτοποιήστε ελκυστικά
- "Ντύσε τα μαλλιά μου για το γάμο"
- συνώνυμο:
- φόρεμα ,
- κανονίζω ,
- σετ ,
- κάνω ,
- coif ,
- coiffe ,
- περιτύλιξη
13. Travel or traverse (a distance)
- "This car does 150 miles per hour"
- "We did 6 miles on our hike every day"
- synonym:
- do
13. Ταξίδι ή τραβέρσα (απόσταση)
- "Αυτό το αυτοκίνητο κάνει 150 μίλια την ώρα"
- "Κάναμε 6 μίλια στην πεζοπορία μας κάθε μέρα"
- συνώνυμο:
- κάνω