Translation meaning & definition of the word "divulge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαίρεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Divulge
[Διακλαδώ]/dɪvəlʤ/
verb
1. Make known to the public information that was previously known only to a few people or that was meant to be kept a secret
- "The auction house would not disclose the price at which the van gogh had sold"
- "The actress won't reveal how old she is"
- "Bring out the truth"
- "He broke the news to her"
- "Unwrap the evidence in the murder case"
- synonym:
- unwrap ,
- disclose ,
- let on ,
- bring out ,
- reveal ,
- discover ,
- expose ,
- divulge ,
- break ,
- give away ,
- let out
1. Γνωστοποιήστε στο κοινό πληροφορίες που ήταν προηγουμένως γνωστές μόνο σε λίγους ανθρώπους ή που προοριζόταν να κρατηθεί ένα μυστικό
- "Ο οίκος δημοπρασιών δεν θα αποκάλυπτε την τιμή στην οποία είχε πουλήσει ο βαν γκογκ"
- "Η ηθοποιός δεν θα αποκαλύψει πόσο χρονών είναι"
- "Αφαιρέστε την αλήθεια"
- "Της έσπασε τα νέα"
- "Ξετυλίξτε τα στοιχεία στην υπόθεση δολοφονίας"
- συνώνυμο:
- ξετυλίγω ,
- αποκαλύπτω ,
- αφήνω ,
- βγάζω ,
- ανακαλύπτω ,
- εκθέτω ,
- σπάω ,
- παραδίδω ,
- αφήνω έξω