Translation meaning & definition of the word "division" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαίρεση" στην ελληνική γλώσσα
Division
[Διαίρεση]noun
1. An army unit large enough to sustain combat
- "Two infantry divisions were held in reserve"
- synonym:
- division
1. Μια μονάδα στρατού αρκετά μεγάλη για να διατηρήσει τη μάχη
- "Δύο μεραρχίες πεζικού κρατήθηκαν σε αποθεματικό"
- συνώνυμο:
- διαίρεση
2. One of the portions into which something is regarded as divided and which together constitute a whole
- "The written part of the exam"
- "The finance section of the company"
- "The bbc's engineering division"
- synonym:
- part ,
- section ,
- division
2. Ένα από τα τμήματα στα οποία κάτι θεωρείται διαιρεμένο και τα οποία μαζί αποτελούν ένα σύνολο
- "Το γραπτό μέρος των εξετάσεων"
- "Το χρηματοπιστωτικό τμήμα της εταιρείας"
- "Το τμήμα μηχανικής της βπκ"
- συνώνυμο:
- μέρος ,
- τμήμα ,
- διαίρεση
3. The act or process of dividing
- synonym:
- division
3. Η πράξη ή η διαδικασία της διαίρεσης
- συνώνυμο:
- διαίρεση
4. An administrative unit in government or business
- synonym:
- division
4. Διοικητική μονάδα στην κυβέρνηση ή τις επιχειρήσεις
- συνώνυμο:
- διαίρεση
5. Discord that splits a group
- synonym:
- division ,
- variance
5. Η διαφωνία που χωρίζει μια ομάδα
- συνώνυμο:
- διαίρεση ,
- διακύμανση
6. A league ranked by quality
- "He played baseball in class d for two years"
- "Princeton is in the ncaa division 1-aa"
- synonym:
- class ,
- division
6. Ένα πρωτάθλημα κατατάσσεται ανά ποιότητα
- "Έπαιξε μπέιζμπολ στην τάξη δ για δύο χρόνια"
- "Το πρίνσετον βρίσκεται στο τμήμα νκαα 1-αα"
- συνώνυμο:
- τάξη ,
- διαίρεση
7. (biology) a group of organisms forming a subdivision of a larger category
- synonym:
- division
7. (βιολογία) μια ομάδα οργανισμών που σχηματίζουν μια υποδιαίρεση μιας μεγαλύτερης κατηγορίας
- συνώνυμο:
- διαίρεση
8. (botany) taxonomic unit of plants corresponding to a phylum
- synonym:
- division
8. (βοτανυ) ταξινομική μονάδα φυτών που αντιστοιχεί σε φυλλάδιο ασύλου
- συνώνυμο:
- διαίρεση
9. A unit of the united states air force usually comprising two or more wings
- synonym:
- division ,
- air division
9. Μια μονάδα της πολεμικής αεροπορίας των ηνωμένων πολιτειών συνήθως περιλαμβάνει δύο ή περισσότερες πτέρυγες
- συνώνυμο:
- διαίρεση ,
- αεροπορική διαίρεση
10. A group of ships of similar type
- synonym:
- division ,
- naval division
10. Μια ομάδα πλοίων παρόμοιου τύπου
- συνώνυμο:
- διαίρεση ,
- ναυτική διαίρεση
11. An arithmetic operation that is the inverse of multiplication
- The quotient of two numbers is computed
- synonym:
- division
11. Μια αριθμητική πράξη που είναι το αντίστροφο του πολλαπλασιασμού
- Υπολογίζεται το πηλίκο δύο αριθμών
- συνώνυμο:
- διαίρεση
12. The act of dividing or partitioning
- Separation by the creation of a boundary that divides or keeps apart
- synonym:
- division ,
- partition ,
- partitioning ,
- segmentation ,
- sectionalization ,
- sectionalisation
12. Η πράξη της διαίρεσης ή του διαχωρισμού
- Διαχωρισμός με τη δημιουργία ενός ορίου που διαιρεί ή διαχωρίζεται
- συνώνυμο:
- διαίρεση ,
- διαμέρισμα ,
- διαχωρισμός ,
- τμηματοποίηση