Translation meaning & definition of the word "divisible" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "διαιρετός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Divisible
[Διαιρείται]/dɪvɪzəbəl/
adjective
1. Capable of being or liable to be divided or separated
- "Even numbers are divisible by two"
- "The americans fought a bloody war to prove that their nation is not divisible"
- synonym:
- divisible
1. Ικανός ή υπόκειται σε διαίρεση ή διαχωρισμό
- "Οι ζυγοί αριθμοί διαιρούνται με δύο"
- "Οι αμερικανοί πολέμησαν έναν αιματηρό πόλεμο για να αποδείξουν ότι το έθνος τους δεν είναι διαιρετό"
- συνώνυμο:
- διαιρείται