Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "divine" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θεός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Divine

[Θεόσ]
/dɪvaɪn/

noun

1. Terms referring to the judeo-christian god

    synonym:
  • Godhead
  • ,
  • Lord
  • ,
  • Creator
  • ,
  • Maker
  • ,
  • Divine
  • ,
  • God Almighty
  • ,
  • Almighty
  • ,
  • Jehovah

1. Όροι που αναφέρονται στον ιουδαιο-χριστιανικό θεό

    συνώνυμο:
  • Θεότητα
  • ,
  • Κύριος
  • ,
  • Δημιουργός
  • ,
  • Κατασκευαστής
  • ,
  • Θεόσ
  • ,
  • Ο Θεός Παντοδύναμος
  • ,
  • Παντοδύναμος
  • ,
  • Ιεχωβά

2. A clergyman or other person in religious orders

    synonym:
  • cleric
  • ,
  • churchman
  • ,
  • divine
  • ,
  • ecclesiastic

2. Κληρικός ή άλλο πρόσωπο σε θρησκευτικές εντολές

    συνώνυμο:
  • κληρικός
  • ,
  • εκκλησιαστής
  • ,
  • θεϊκός
  • ,
  • εκκλησιαστικόσ

verb

1. Perceive intuitively or through some inexplicable perceptive powers

    synonym:
  • divine

1. Αντιληφθείτε διαισθητικά ή μέσω κάποιων ανεξήγητων αντιληπτικών δυνάμεων

    συνώνυμο:
  • θεϊκός

2. Search by divining, as if with a rod

  • "He claimed he could divine underground water"
    synonym:
  • divine

2. Αναζήτηση με μαντεία, σαν με μια ράβδο

  • "Ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να θεοποιήσει το υπόγειο νερό"
    συνώνυμο:
  • θεϊκός

adjective

1. Emanating from god

  • "Divine judgment"
  • "Divine guidance"
  • "Everything is black or white...satanic or godly"-saturday review
    synonym:
  • divine
  • ,
  • godly

1. Προέρχεται από τον θεό

  • "Θεϊκή κρίση"
  • "Θεϊκή καθοδήγηση"
  • "Όλα είναι μαύρα ή άσπρα.σατανικά ή θεοσεβή"-σάββατο αναθεώρηση.
    συνώνυμο:
  • θεϊκός
  • ,
  • θεοσεβήσ

2. Resulting from divine providence

  • "Providential care"
  • "A providential visitation"
    synonym:
  • providential
  • ,
  • divine

2. Προκύπτουν από τη θεϊκή πρόνοια

  • "Προσωπική φροντίδα"
  • "Προνομιακή επίσκεψη"
    συνώνυμο:
  • προνοητικόσ
  • ,
  • θεϊκός

3. Being or having the nature of a god

  • "The custom of killing the divine king upon any serious failure of his...powers"-j.g.frazier
  • "The divine will"
  • "The divine capacity for love"
  • "'tis wise to learn
  • 'Tis god-like to create"-j.g.saxe
    synonym:
  • divine
  • ,
  • godlike

3. Είναι ή έχει τη φύση ενός θεού

  • "Το έθιμο της δολοφονίας του θεϊκού βασιλιά επάνω σε οποιαδήποτε σοβαρή αποτυχία των δυνάμεών του"-τζ.γ.φραζιέ
  • "Η θεϊκή θέληση"
  • "Η θεϊκή ικανότητα για αγάπη"
  • "'είναι σοφό να μαθαίνεις
  • 'Είναι σαν τον θεό να δημιουργεί"-τζ.γ.σάξη
    συνώνυμο:
  • θεϊκός
  • ,
  • θεοσεβήσ

4. Devoted to or in the service or worship of a deity

  • "Divine worship"
  • "Divine liturgy"
    synonym:
  • divine

4. Αφιερωμένο στην υπηρεσία ή τη λατρεία μιας θεότητας

  • "Θεϊκή λατρεία"
  • "Θεία λειτουργία"
    συνώνυμο:
  • θεϊκός

5. Appropriate to or befitting a god

  • "The divine strength of achilles"
  • "A man of godlike sagacity"
  • "Man must play god for he has acquired certain godlike powers"-r.h.roveref
    synonym:
  • divine
  • ,
  • godlike

5. Κατάλληλο ή να ταιριάζει σε έναν θεό

  • "Η θεϊκή δύναμη του αχιλλέα"
  • "Ένας άνθρωπος θεοσεβούς χαράς"
  • "Ο άνθρωπος πρέπει να παίξει τον θεό επειδή έχει αποκτήσει ορισμένες θεϊκές δυνάμεις"-ρ.χ.ρόβερεφ
    συνώνυμο:
  • θεϊκός
  • ,
  • θεοσεβήσ

6. Being of such surpassing excellence as to suggest inspiration by the gods

  • "Her pies were simply divine"
  • "The divine shakespeare"
  • "An elysian meal"
  • "An inspired performance"
    synonym:
  • divine
  • ,
  • elysian
  • ,
  • inspired

6. Είναι τόσο ξεπεραστική αριστεία ώστε να προτείνει έμπνευση από τους θεούς

  • "Οι πίτες της ήταν απλά θεϊκές"
  • "Ο θεϊκός σαίξπηρ"
  • "Ένα ελυσιανό γεύμα"
  • "Εμπνευσμένη παράσταση"
    συνώνυμο:
  • θεϊκός
  • ,
  • ελυσίων
  • ,
  • εμπνευσμένος

Examples of using

The fear of some divine and supreme powers keeps men in obedience.
Ο φόβος κάποιων θεϊκών και υπέρτατων δυνάμεων κρατά τους ανθρώπους σε υπακοή.