Translation meaning & definition of the word "dividend" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαχωρισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dividend
[Μέρισμα]/dɪvɪdɛnd/
noun
1. That part of the earnings of a corporation that is distributed to its shareholders
- Usually paid quarterly
- synonym:
- dividend
1. Αυτό το μέρος των κερδών μιας εταιρείας που διανέμεται στους μετόχους της
- Συνήθως πληρώνεται τριμηνιαία
- συνώνυμο:
- μέρισμα
2. A number to be divided by another number
- synonym:
- dividend
2. Ένας αριθμός που διαιρείται με έναν άλλο αριθμό
- συνώνυμο:
- μέρισμα
3. A bonus
- Something extra (especially a share of a surplus)
- synonym:
- dividend
3. Ένα μπόνους
- Κάτι επιπλέον (ειδικά ένα μερίδιο ενός πλεονάσματος)
- συνώνυμο:
- μέρισμα