Translation meaning & definition of the word "divided" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαιρούμενη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Divided
[Διαιρείται]/dɪvaɪdɪd/
adjective
1. Separated into parts or pieces
- "Opinions are divided"
- synonym:
- divided
1. Χωρίζεται σε μέρη ή κομμάτια
- "Τα πρόσωπα είναι διαιρεμένα"
- συνώνυμο:
- διαιρείται
2. Having a median strip or island between lanes of traffic moving in opposite directions
- "A divided highway"
- synonym:
- divided ,
- dual-lane
2. Έχοντας μια μέση λωρίδα ή νησί μεταξύ των λωρίδων κυκλοφορίας που κινούνται προς τις αντίθετες κατευθύνσεις
- "Μια διαιρεμένη εθνική οδός"
- συνώνυμο:
- διαιρείται ,
- διπλή λωρίδα
3. Distributed in portions (often equal) on the basis of a plan or purpose
- synonym:
- divided ,
- divided up ,
- shared ,
- shared out
3. Κατανέμεται σε τμήματα (πολύ συχνά ίσο) με βάση σχέδιο ή σκοπό
- συνώνυμο:
- διαιρείται ,
- διαιρεμένος ,
- μοιραστεί ,
- μοιράστηκα
Examples of using
The city is divided into ten administrative districts.
Η πόλη χωρίζεται σε δέκα διοικητικές περιφέρειες.
The team was divided into smaller groups.
Η ομάδα χωρίστηκε σε μικρότερες ομάδες.
A week is divided into seven days: Monday, Tuesday, Wednesday, Thursday, Friday, Saturday, and Sunday.
Μια εβδομάδα χωρίζεται σε επτά ημέρες: Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή.