Translation meaning & definition of the word "diversity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ποικιλομορφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diversity
[Ποικιλομορφία]/dɪvərsɪti/
noun
1. Noticeable heterogeneity
- "A diversity of possibilities"
- "The range and variety of his work is amazing"
- synonym:
- diverseness ,
- diversity ,
- multifariousness ,
- variety
1. Αξιοσημείωτη ετερογένεια
- "Ποικιλία δυνατοτήτων"
- "Το εύρος και η ποικιλία της δουλειάς του είναι εκπληκτικό"
- συνώνυμο:
- διαφοροποίηση ,
- ποικιλομορφία ,
- πολυσχιδή ,
- ποικιλία
2. The condition or result of being changeable
- synonym:
- diversity
2. Η κατάσταση ή το αποτέλεσμα της μεταβλητότητας
- συνώνυμο:
- ποικιλομορφία
Examples of using
Many Eastern religions teach that there is a unity behind the diversity of phenomena.
Πολλές ανατολικές θρησκείες διδάσκουν ότι υπάρχει μια ενότητα πίσω από την ποικιλομορφία των φαινομένων.