Translation meaning & definition of the word "diversion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diversion
[Εκτροπή]/daɪvərʒən/
noun
1. An activity that diverts or amuses or stimulates
- "Scuba diving is provided as a diversion for tourists"
- "For recreation he wrote poetry and solved crossword puzzles"
- "Drug abuse is often regarded as a form of recreation"
- synonym:
- diversion ,
- recreation
1. Μια δραστηριότητα που εκτρέπει ή διασκεδάζει ή διεγείρει
- "Η κατάδυση παρέχεται ως εκτροπή για τους τουρίστες"
- "Για αναψυχή έγραψε ποίηση και έλυσε σταυρόλεξα"
- "Η κατάχρηση ναρκωτικών συχνά θεωρείται ως μια μορφή αναψυχής"
- συνώνυμο:
- εκτροπή ,
- αναψυχή
2. A turning aside (of your course or attention or concern)
- "A diversion from the main highway"
- "A digression into irrelevant details"
- "A deflection from his goal"
- synonym:
- diversion ,
- deviation ,
- digression ,
- deflection ,
- deflexion ,
- divagation
2. Μια στροφή στην άκρη ( της πορείας σας ή της προσοχής ή της ανησυχίας)
- "Μια εκτροπή από τον κεντρικό αυτοκινητόδρομο"
- "Μια επίθεση σε άσχετες λεπτομέρειες"
- "Μια εκτροπή από το στόχο του"
- συνώνυμο:
- εκτροπή ,
- απόκλιση ,
- εκσκαφή ,
- αποπληξία ,
- απονομή
3. An attack calculated to draw enemy defense away from the point of the principal attack
- synonym:
- diversion ,
- diversionary attack
3. Μια επίθεση υπολογίζεται ότι θα απομακρύνει την εχθρική άμυνα από το σημείο της κύριας επίθεσης
- συνώνυμο:
- εκτροπή ,
- εκτροπιαστική επίθεση