Translation meaning & definition of the word "diversify" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφοροποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diversify
[Διαφοροποιώ]/daɪvərsəfaɪ/
verb
1. Make (more) diverse
- "Diversify a course of study"
- synonym:
- diversify
1. Κάντε (περισσότερο διαφορετικό
- "Διαφοροποιήστε μια πορεία σπουδών"
- συνώνυμο:
- διαφοροποιώ
2. Spread into new habitats and produce variety or variegate
- "The plants on this island diversified"
- synonym:
- diversify ,
- radiate
2. Εξαπλωθεί σε νέους οικοτόπους και παράγει ποικιλία ή ποικιλία
- "Τα φυτά σε αυτό το νησί διαφοροποιήθηκαν"
- συνώνυμο:
- διαφοροποιώ ,
- ακτινοβολώ
3. Vary in order to spread risk or to expand
- "The company diversified"
- synonym:
- diversify ,
- branch out ,
- broaden
3. Ποικίλλουν για να διαδώσουν τον κίνδυνο ή να επεκταθούν
- "Η εταιρεία διαφοροποιήθηκε"
- συνώνυμο:
- διαφοροποιώ ,
- παρακαλώ ,
- διευρύνω