Translation meaning & definition of the word "diversified" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφοροποιημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diversified
[Διαφοροποιημένη]/daɪvərsəfaɪd/
adjective
1. Having variety of character or form or components
- Or having increased variety
- "A diversified musical program ranging from classical to modern"
- "Diversified farming"
- "Diversified manufacturing"
- "Diversified scenery"
- "Diversified investments"
- synonym:
- diversified
1. Έχοντας ποικιλία χαρακτήρων ή μορφής ή συστατικών
- Ή έχοντας αυξημένη ποικιλία
- "Ένα διαφοροποιημένο μουσικό πρόγραμμα που κυμαίνεται από κλασικό σε σύγχρονο"
- "Διαφοροποιημένη γεωργία"
- "Διαφοροποιημένη κατασκευή"
- "Διαφοροποιημένο τοπίο"
- "Διαφοροποιημένες επενδύσεις"
- συνώνυμο:
- διαφοροποιημένη