Translation meaning & definition of the word "diverse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφορετικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diverse
[Διάφορα]/daɪvərs/
adjective
1. Many and different
- "Tourist offices of divers nationalities"
- "A person of diverse talents"
- synonym:
- divers(a) ,
- diverse
1. Πολλά και διαφορετικά
- "Τουριστικά γραφεία δυτικών εθνικοτήτων"
- "Ένα άτομο με διαφορετικά ταλέντα"
- συνώνυμο:
- δελτ() ,
- διαφορετικός
2. Distinctly dissimilar or unlike
- "Celebrities as diverse as bob hope and bob dylan"
- "Animals as various as the jaguar and the cavy and the sloth"
- synonym:
- diverse ,
- various
2. Ευδιάκριτα ανόμοια ή σε αντίθεση με
- "Διασημότητες τόσο διαφορετικές όσο ο μπομπ ελπίδα και ο μπομπ ντίλαν"
- "Ζώα τόσο διάφορα όσο το τζάγκουαρ και το ιππικό και η παραγκούπολη"
- συνώνυμο:
- διαφορετικός ,
- διάφορα
Examples of using
Tastes are diverse.
Οι γεύσεις είναι ποικίλες.
The vigorous man is engaged in diverse activities.
Ο έντονος άνθρωπος ασχολείται με διάφορες δραστηριότητες.