Translation meaning & definition of the word "divers" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφέρει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Divers
[Προφήτεσ]/daɪvərz/
adjective
1. Many and different
- "Tourist offices of divers nationalities"
- "A person of diverse talents"
- synonym:
- divers(a) ,
- diverse
1. Πολλά και διαφορετικά
- "Τουριστικά γραφεία δυτικών εθνικοτήτων"
- "Ένα άτομο με διαφορετικά ταλέντα"
- συνώνυμο:
- δελτ() ,
- διαφορετικός