Translation meaning & definition of the word "diverge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diverge
[Εκτροπή]/dɪvərʤ/
verb
1. Move or draw apart
- "The two paths diverge here"
- synonym:
- diverge
1. Μετακινήστε ή χωρίστε
- "Οι δύο δρόμοι αποκλίνουν εδώ"
- συνώνυμο:
- αποκλίνω
2. Have no limits as a mathematical series
- synonym:
- diverge
2. Δεν έχει όρια ως μαθηματική σειρά
- συνώνυμο:
- αποκλίνω
3. Extend in a different direction
- "The lines start to diverge here"
- "Their interests diverged"
- synonym:
- diverge
3. Επεκτείνεται σε διαφορετική κατεύθυνση
- "Οι γραμμές αρχίζουν να αποκλίνουν εδώ"
- "Τα συμφέροντά τους αποκλίνουν"
- συνώνυμο:
- αποκλίνω
4. Be at variance with
- Be out of line with
- synonym:
- deviate ,
- vary ,
- diverge ,
- depart
4. Είμαι σε αντίθεση με
- Είμαι εκτός συμφωνίας με
- συνώνυμο:
- παρεκκλίνω ,
- ποικίλλω ,
- αποκλίνω ,
- αναχώρηση