Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "diurnal" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ημερήσια" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Diurnal

[Ημερήσιο]
/daɪərnəl/

adjective

1. Of or belonging to or active during the day

  • "Diurnal animals are active during the day"
  • "Diurnal flowers are open during the day and closed at night"
  • "Diurnal and nocturnal offices"
    synonym:
  • diurnal

1. Από ή ανήκουν ή είναι ενεργά κατά τη διάρκεια της ημέρας

  • "Τα ζώα είναι ενεργά κατά τη διάρκεια της ημέρας"
  • "Τα ημερήσια λουλούδια είναι ανοιχτά κατά τη διάρκεια της ημέρας και κλειστά τη νύχτα"
  • "Ημερήσια και νυχτερινά γραφεία"
    συνώνυμο:
  • ημερήσια

2. Having a daily cycle or occurring every day

  • "Diurnal rotation of the heavens"
    synonym:
  • diurnal

2. Να έχετε έναν ημερήσιο κύκλο ή να συμβαίνετε κάθε μέρα

  • "Ημερήσια περιστροφή των ουρανών"
    συνώνυμο:
  • ημερήσια