Translation meaning & definition of the word "ditto" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δίττο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ditto
[Ντίττο]/dɪtoʊ/
noun
1. A mark used to indicate the word above it should be repeated
- synonym:
- ditto mark ,
- ditto
1. Ένα σημάδι που χρησιμοποιείται για να δείξει τη λέξη παραπάνω θα πρέπει να επαναληφθεί
- συνώνυμο:
- σημάδι διαττό ,
- ντίττο
verb
1. Repeat an action or statement
- "The next speaker dittoed her argument"
- synonym:
- ditto
1. Επαναλάβετε μια ενέργεια ή μια δήλωση
- "Η επόμενη ομιλήτρια εξέφρασε το επιχείρημά της"
- συνώνυμο:
- ντίττο