Translation meaning & definition of the word "dither" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παντού" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dither
[Στερεόσ]/dɪðər/
noun
1. An excited state of agitation
- "He was in a dither"
- "There was a terrible flap about the theft"
- synonym:
- dither ,
- pother ,
- fuss ,
- tizzy ,
- flap
1. Μια ενθουσιασμένη κατάσταση αναταραχής
- "Ήταν σε ένα τσίμπημα"
- "Υπήρχε ένα τρομερό πτερύγιο για την κλοπή"
- συνώνυμο:
- παρατηρώ ,
- πουλάρι ,
- φάουσ ,
- τερετώδησ ,
- πτερύγιο
verb
1. Act nervously
- Be undecided
- Be uncertain
- synonym:
- dither
1. Ενεργήστε νευρικά
- Αναποφάσιστοσ
- Να είσαι αβέβαιος
- συνώνυμο:
- παρατηρώ
2. Make a fuss
- Be agitated
- synonym:
- dither ,
- flap ,
- pother
2. Κάνω φασαρία
- Ταράζομαι
- συνώνυμο:
- παρατηρώ ,
- πτερύγιο ,
- πουλάρι