Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "disturbed" into Greek language

Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "διαταραγμένος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Disturbed

[Διαταραγμένος]
/dɪstərbd/

adjective

1. Having the place or position changed

  • "The disturbed books and papers on her desk"
  • "Disturbed grass showed where the horse had passed"
    synonym:
  • disturbed

1. Έχοντας αλλάξει το μέρος ή η θέση

  • "Τα διαταραγμένα βιβλία και χαρτιά στο γραφείο της"
  • "Το διαταραγμένο γρασίδι έδειξε πού είχε περάσει το άλογο"
    συνώνυμο:
  • διαταραγμένος

2. Afflicted with or marked by anxious uneasiness or trouble or grief

  • "Too upset to say anything"
  • "Spent many disquieted moments"
  • "Distressed about her son's leaving home"
  • "Lapsed into disturbed sleep"
  • "Worried parents"
  • "A worried frown"
  • "One last worried check of the sleeping children"
    synonym:
  • disquieted
  • ,
  • distressed
  • ,
  • disturbed
  • ,
  • upset
  • ,
  • worried

2. Προσβάλλεται ή χαρακτηρίζεται από ανήσυχη ανησυχία ή πρόβλημα ή θλίψη

  • "Πολύ αναστατωμένος για να πω οτιδήποτε"
  • "Πέρασε πολλές ανήσυχες στιγμές"
  • "Στενοχωρημένη που ο γιος της έφυγε από το σπίτι"
  • "Έπεσε σε διαταραγμένο ύπνο"
  • "Ανήσυχοι γονείς"
  • "Ένα ανήσυχο συνοφρύωμα"
  • "Ένας τελευταίος ανήσυχος έλεγχος των παιδιών που κοιμούνται"
    συνώνυμο:
  • ανήσυχος
  • ,
  • ταλαιπωρημένος
  • ,
  • διαταραγμένος
  • ,
  • αναστατωμένος

3. Emotionally unstable and having difficulty coping with personal relationships

    synonym:
  • disturbed
  • ,
  • maladjusted

3. Συναισθηματικά ασταθής και δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τις προσωπικές σχέσεις

    συνώνυμο:
  • διαταραγμένος
  • ,
  • απροσάρμοστος

4. Affected with madness or insanity

  • "A man who had gone mad"
    synonym:
  • brainsick
  • ,
  • crazy
  • ,
  • demented
  • ,
  • disturbed
  • ,
  • mad
  • ,
  • sick
  • ,
  • unbalanced
  • ,
  • unhinged

4. Επηρεασμένος από την τρέλα ή την παραφροσύνη

  • "Ένας άνθρωπος που είχε τρελαθεί"
    συνώνυμο:
  • εγκεφαλικός
  • ,
  • τρελός
  • ,
  • άνοια
  • ,
  • διαταραγμένος
  • ,
  • άρρωστος
  • ,
  • ανισόρροποσ
  • ,
  • αποσυνδεδεμένο

Examples of using

Tom was disturbed by the implication.
Ο Τομ ενοχλήθηκε από το υπονοούμενο.
Someone has disturbed all my papers.
Κάποιος έχει ενοχλήσει όλα τα χαρτιά μου.
I don't want to be disturbed until ten.
Δεν θέλω να με ενοχλήσουν μέχρι τις δέκα.