Translation meaning & definition of the word "disturbance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαταραχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disturbance
[Διαταραχή]/dɪstərbəns/
noun
1. Activity that is a malfunction, intrusion, or interruption
- "The term `distress' connotes some degree of perturbation and emotional upset"
- "He looked around for the source of the disturbance"
- "There was a disturbance of neural function"
- synonym:
- perturbation ,
- disturbance
1. Δραστηριότητα που είναι μια δυσλειτουργία, εισβολή ή διακοπή
- "Ο όρος `διεύθυνση' υποδηλώνει κάποιο βαθμό διαταραχής και συναισθηματικής αναστάτωσης"
- "Έβλεπε την πηγή της διαταραχής"
- "Υπήρξε μια διαταραχή της νευρικής λειτουργίας"
- συνώνυμο:
- διαταραχή
2. An unhappy and worried mental state
- "There was too much anger and disturbance"
- "She didn't realize the upset she caused me"
- synonym:
- disturbance ,
- perturbation ,
- upset
2. Μια δυστυχισμένη και ανήσυχη ψυχική κατάσταση
- "Υπήρχε πάρα πολύς θυμός και αναστάτωση"
- "Δεν συνειδητοποίησε την αναστάτωση που μου προκάλεσε"
- συνώνυμο:
- διαταραχή ,
- αναστατωμένος
3. A disorderly outburst or tumult
- "They were amazed by the furious disturbance they had caused"
- synonym:
- disturbance ,
- disruption ,
- commotion ,
- flutter ,
- hurly burly ,
- to-do ,
- hoo-ha ,
- hoo-hah ,
- kerfuffle
3. Μια άτακτη έκρηξη ή αναταραχή
- "Εντυπωσιάστηκαν από την εξαγριωμένη διαταραχή που είχαν προκαλέσει"
- συνώνυμο:
- διαταραχή ,
- διακοπή ,
- αναταραχή ,
- φτερουγίζω ,
- βιαστικά ανατριχιαστικός ,
- πρέπει να κάνω ,
- χου-χα ,
- χου-χαχ ,
- κερφάφι
4. A noisy fight
- synonym:
- affray ,
- disturbance ,
- fray ,
- ruffle
4. Ένας θορυβώδης αγώνας
- συνώνυμο:
- προσβάλλω ,
- διαταραχή ,
- φρέι ,
- βάλτο
5. The act of disturbing something or someone
- Setting something in motion
- synonym:
- disturbance
5. Η πράξη του να ενοχλείς κάτι ή κάποιον
- Θέτοντας κάτι σε κίνηση
- συνώνυμο:
- διαταραχή
6. (psychiatry) a psychological disorder of thought or emotion
- A more neutral term than mental illness
- synonym:
- mental disorder ,
- mental disturbance ,
- disturbance ,
- psychological disorder ,
- folie
6. (ψυχιατρικός) μια ψυχολογική διαταραχή της σκέψης ή του συναισθήματος
- Πιο ουδέτερος όρος από την ψυχική ασθένεια
- συνώνυμο:
- ψυχική διαταραχή ,
- διαταραχή ,
- ψυχολογική διαταραχή ,
- φόλι
7. Electrical or acoustic activity that can disturb communication
- synonym:
- noise ,
- interference ,
- disturbance
7. Ηλεκτρική ή ακουστική δραστηριότητα που μπορεί να διαταράξει την επικοινωνία
- συνώνυμο:
- θόρυβος ,
- παρέμβαση ,
- διαταραχή