Translation meaning & definition of the word "distrustful" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "ενδιαφέρουσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Distrustful
[Δυσπιστία]/dɪstrəstfəl/
adjective
1. Having or showing distrust
- "A man of distrustful nature"
- "My experience...in other fields of law has made me distrustful of rules of thumb generally"- b.n.cardozo
- "Vigilant and distrustful superintendence"- thomas jefferson
- synonym:
- distrustful
1. Έχοντας ή δείχνοντας δυσπιστία
- "Ένας άνθρωπος της δυσπιστίας φύσης"
- "Η εμπειρία μου. σε άλλους τομείς του δικαίου με έκανε να δυσπιστώ γενικά για τους κανόνες του αντίχειρα"- β.ν.καρδόζο
- "Επαγρύπνηση και δυσπιστία" - τόμας τζέφερσον
- συνώνυμο:
- δύσπιστοσ