Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "distressed" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ντυμένος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Distressed

[Καταθλιπτικός]
/dɪstrɛst/

adjective

1. Facing or experiencing financial trouble or difficulty

  • "Distressed companies need loans and technical advice"
  • "Financially hard-pressed mexican hotels are lowering their prices"
  • "We were hard put to meet the mortgage payment"
  • "Found themselves in a bad way financially"
    synonym:
  • distressed
  • ,
  • hard-pressed
  • ,
  • hard put
  • ,
  • in a bad way(p)

1. Αντιμετωπίζοντας ή αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα ή δυσκολίες

  • "Οι ντυμένες εταιρείες χρειάζονται δάνεια και τεχνικές συμβουλές"
  • "Τα οικονομικά σκληρά μεξικάνικα ξενοδοχεία μειώνουν τις τιμές τους"
  • "Είχαμε τεθεί σκληρά για να καλύψουμε την πληρωμή υποθηκών"
  • "Βρέθηκαν με κακό τρόπο οικονομικά"
    συνώνυμο:
  • αναστατωμένος
  • ,
  • σκληρά πιεσμένος
  • ,
  • σκληρό
  • ,
  • με κακό τρόπο()

2. Generalized feeling of distress

    synonym:
  • dysphoric
  • ,
  • distressed
  • ,
  • unhappy

2. Γενικευμένο αίσθημα δυσφορίας

    συνώνυμο:
  • δυσφορική
  • ,
  • αναστατωμένος
  • ,
  • δυστυχισμένος

3. Suffering severe physical strain or distress

  • "He dropped out of the race, clearly distressed and having difficulty breathing"
    synonym:
  • stressed
  • ,
  • distressed

3. Υποφέρουν από σοβαρή σωματική καταπόνηση ή δυσφορία

  • "Έφυγε από τον αγώνα, σαφώς στενοχωρήθηκε και δυσκολεύτηκε να αναπνεύσει"
    συνώνυμο:
  • τόνισε
  • ,
  • αναστατωμένος

4. Afflicted with or marked by anxious uneasiness or trouble or grief

  • "Too upset to say anything"
  • "Spent many disquieted moments"
  • "Distressed about her son's leaving home"
  • "Lapsed into disturbed sleep"
  • "Worried parents"
  • "A worried frown"
  • "One last worried check of the sleeping children"
    synonym:
  • disquieted
  • ,
  • distressed
  • ,
  • disturbed
  • ,
  • upset
  • ,
  • worried

4. Προσβεβλημένος ή χαρακτηρισμένος από την ανήσυχη ανησυχία ή το πρόβλημα ή τη θλίψη

  • "Πολύ αναστατωμένος να πω οτιδήποτε"
  • "Πέρασε πολλές ανησυχητικές στιγμές"
  • "Ντυμένος για την αποχώρηση του γιου της από το σπίτι"
  • "Μείνει σε διαταραγμένο ύπνο"
  • "Χειρότεροι γονείς"
  • "Ένα ανήσυχο συνοφρύωμα"
  • "Ένας τελευταίος ανήσυχος έλεγχος των παιδιών που κοιμούνται"
    συνώνυμο:
  • ανησυχία
  • ,
  • αναστατωμένος
  • ,
  • ενοχλημένος
  • ,
  • ανήσυχος

Examples of using

I was distressed to see Tom so unhappy.
Ήμουν στενοχωρημένος που έβλεπα τον Τομ τόσο δυστυχισμένο.
Jane was distressed.
Η Τζέιν ήταν αγχωμένη.