Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "distress" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διεύθυνση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Distress

[Διαστρέβλωση]
/dɪstrɛs/

noun

1. Psychological suffering

  • "The death of his wife caused him great distress"
    synonym:
  • distress
  • ,
  • hurt
  • ,
  • suffering

1. Ψυχολογικός πόνος

  • "Ο θάνατος της συζύγου του τον προκάλεσε μεγάλη αγωνία"
    συνώνυμο:
  • δυσφορία
  • ,
  • πληγώνω
  • ,
  • πόνος

2. A state of adversity (danger or affliction or need)

  • "A ship in distress"
  • "She was the classic maiden in distress"
    synonym:
  • distress

2. Μια κατάσταση αντιξοότητας ( κίνδυνος ή θλίψη ή ανάγκη

  • "Ένα πλοίο σε κίνδυνο"
  • "Ήταν η κλασική κοπέλα που βρισκόταν σε κίνδυνο"
    συνώνυμο:
  • δυσφορία

3. Extreme physical pain

  • "The patient appeared to be in distress"
    synonym:
  • distress

3. Ακραίος σωματικός πόνος

  • "Ο ασθενής φαίνεται να βρίσκεται σε κίνδυνο"
    συνώνυμο:
  • δυσφορία

4. The seizure and holding of property as security for payment of a debt or satisfaction of a claim

  • "Originally distress was a landlord's remedy against a tenant for unpaid rents or property damage but now the landlord is given a landlord's lien"
    synonym:
  • distress
  • ,
  • distraint

4. Η κατάσχεση και κατοχή ακινήτων ως εγγύηση για την πληρωμή ενός χρέους ή την ικανοποίηση μιας απαίτησης

  • "Αρχικά η δυσφορία ήταν το φάρμακο του ιδιοκτήτη εναντίον ενός μισθωτή για μη αμειβόμενα ενοίκια ή ζημιές στην ιδιοκτησία, αλλά τώρα ο ιδιοκτήτης"
    συνώνυμο:
  • δυσφορία
  • ,
  • παραβίαση

verb

1. Bring into difficulties or distress, especially financial hardship

    synonym:
  • straiten
  • ,
  • distress

1. Προκαλέστε δυσκολίες ή δυσφορία, ειδικά οικονομικές δυσκολίες

    συνώνυμο:
  • στενεύω
  • ,
  • δυσφορία

2. Cause mental pain to

  • "The news of her child's illness distressed the mother"
    synonym:
  • distress

2. Προκαλεί ψυχικό πόνο σε

  • "Η είδηση της ασθένειας του παιδιού της τάραξε τη μητέρα"
    συνώνυμο:
  • δυσφορία

Examples of using

The ship flashed a distress signal.
Το πλοίο αναβοσβήνει ένα σήμα κινδύνου.
The ship's captain ordered the radio operator to send a distress signal.
Ο καπετάνιος του πλοίου διέταξε τον χειριστή ραδιοφώνου να στείλει ένα σήμα κινδύνου.
Her death was a great distress to all the family.
Ο θάνατός της ήταν μια μεγάλη αγωνία για όλη την οικογένεια.