Translation meaning & definition of the word "distraught" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ανάγκη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Distraught
[Αναστατωμένος]/dɪstrɔt/
adjective
1. Deeply agitated especially from emotion
- "Distraught with grief"
- synonym:
- distraught ,
- overwrought
1. Βαθιά ταραγμένος ειδικά από το συναίσθημα
- "Γεμάτο θλίψη"
- συνώνυμο:
- αναστατωμένος ,
- αντικαταστάθηκε