Translation meaning & definition of the word "distortion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαστρέβλωση" στην ελληνική γλώσσα
Distortion
[Διαστρέβλωση]noun
1. A change for the worse
- synonym:
- distortion ,
- deformation
1. Μια αλλαγή προς το χειρότερο
- συνώνυμο:
- παραμόρφωση
2. A shape resulting from distortion
- synonym:
- distorted shape ,
- distortion
2. Ένα σχήμα που προκύπτει από παραμόρφωση
- συνώνυμο:
- παραμορφωμένο σχήμα ,
- παραμόρφωση
3. An optical phenomenon resulting from the failure of a lens or mirror to produce a good image
- synonym:
- aberration ,
- distortion ,
- optical aberration
3. Ένα οπτικό φαινόμενο που προκύπτει από την αποτυχία ενός φακού ή καθρέφτη για να παραγάγει μια καλή εικόνα
- συνώνυμο:
- εκτροπή ,
- παραμόρφωση ,
- οπτική εκτροπή
4. A change (usually undesired) in the waveform of an acoustic or analog electrical signal
- The difference between two measurements of a signal (as between the input and output signal)
- "Heavy metal guitar players use vacuum tube amplifiers to produce extreme distortion"
- synonym:
- distortion
4. Μια αλλαγή (συνήθως ανεπιθύμητη ) στην κυματομορφή ενός ακουστικού ή αναλογικού ηλεκτρικού σήματος
- Η διαφορά μεταξύ δύο μετρήσεων ενός σήματος (ας μεταξύ του σήματος εισόδου και εξόδου)
- "Οι βαρείς κιθαρίστες μετάλλων χρησιμοποιούν τους ενισχυτές σωλήνων κενού για να παραγάγουν την ακραία διαστρέβλωση"
- συνώνυμο:
- παραμόρφωση
5. The act of distorting something so it seems to mean something it was not intended to mean
- synonym:
- distortion ,
- overrefinement ,
- straining ,
- torture ,
- twisting
5. Η πράξη της στρέβλωσης κάτι, έτσι φαίνεται να σημαίνει κάτι που δεν είχε σκοπό να σημαίνει
- συνώνυμο:
- παραμόρφωση ,
- υπερβολική επαναδιάταξη ,
- τεντώνω ,
- βασανιστήριο ,
- στρίβω
6. The mistake of misrepresenting the facts
- synonym:
- distortion
6. Το λάθος της παραπλάνησης των γεγονότων
- συνώνυμο:
- παραμόρφωση