Translation meaning & definition of the word "distorted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στερεωμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Distorted
[Διαστρεβλωμένο]/dɪstɔrtəd/
adjective
1. So badly formed or out of shape as to be ugly
- "Deformed thalidomide babies"
- "His poor distorted limbs"
- "An ill-shapen vase"
- "A limp caused by a malformed foot"
- "Misshapen old fingers"
- synonym:
- deformed ,
- distorted ,
- ill-shapen ,
- malformed ,
- misshapen
1. Τόσο άσχημα σχηματισμένο ή εκτός σχήματος ώστε να είναι άσχημο
- "Διαμορφωμένα μωρά θαλιδομίδης"
- "Τα φτωχά παραμορφωμένα άκρα του"
- "Ένα κακό-σχηματισμένο βάζο"
- "Ένα χωλό που προκαλείται από ένα κακοποιημένο πόδι"
- "Παλιά δάχτυλα"
- συνώνυμο:
- παραμορφωμένος ,
- αναστατωμένος ,
- ακατάστατοσ ,
- μαστιγώ
2. Having an intended meaning altered or misrepresented
- "Many of the facts seemed twisted out of any semblance to reality"
- "A perverted translation of the poem"
- synonym:
- distorted ,
- misrepresented ,
- perverted ,
- twisted
2. Έχοντας ένα επιδιωκόμενο νόημα αλλοιωμένο ή παραπλανημένο
- "Πολλά από τα γεγονότα φαίνονταν στριμμένα από οποιαδήποτε εμφάνιση στην πραγματικότητα"
- "Διεστραμμένη μετάφραση του ποιήματος"
- συνώνυμο:
- παραμορφωμένος ,
- παραπλανημένα ,
- διεστραμμένοσ ,
- στριμμένοσ
Examples of using
He has distorted my speech.
Διαστρέβλωσε την ομιλία μου.