Translation meaning & definition of the word "distinguishable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακριτό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Distinguishable
[Διακεκριμένοσ]/dɪstɪŋgwɪʃəbəl/
adjective
1. Capable of being perceived as different or distinct
- "Only the shine of their metal was distinguishable in the gloom"
- "A project distinguishable into four stages of progress"
- "Distinguishable differences between the twins"
- synonym:
- distinguishable
1. Ικανό να γίνει αντιληπτό ως διαφορετικό ή διακριτό
- "Μόνο η λάμψη του μετάλλου τους ήταν διακριτή στο σκοτάδι"
- "Ένα έργο διακρίνεται σε τέσσερα στάδια προόδου"
- "Διακριτές διαφορές μεταξύ των διδύμων"
- συνώνυμο:
- διακριτόσ
2. (often followed by `from') not alike
- Different in nature or quality
- "Plants of several distinct types"
- "The word `nationalism' is used in at least two distinct senses"
- "Gold is distinct from iron"
- "A tree related to but quite distinct from the european beech"
- "Management had interests quite distinct from those of their employees"
- synonym:
- distinct ,
- distinguishable
2. (συχνά ακολουθείται από `από ') όχι το ίδιο
- Διαφορετικά στη φύση ή την ποιότητα
- "Φυτά πολλών διαφορετικών τύπων"
- "Η λέξη `εθνικισμός' χρησιμοποιείται σε τουλάχιστον δύο διακριτές αισθήσεις"
- "Το χρυσό είναι διαφορετικό από το σίδερο"
- "Ένα δέντρο που σχετίζεται με αλλά αρκετά διαφορετικό από την ευρωπαϊκή οξιά"
- "Η διαχείριση είχε συμφέροντα αρκετά διαφορετικά από εκείνα των εργαζομένων τους"
- συνώνυμο:
- διακριτός ,
- διακριτόσ