Translation meaning & definition of the word "distinctive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακριτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Distinctive
[Διακριτικόσ]/dɪstɪŋktɪv/
adjective
1. Of a feature that helps to distinguish a person or thing
- "Jerusalem has a distinctive middle east flavor"- curtis wilkie
- "That is typical of you!"
- synonym:
- distinctive ,
- typical
1. Από ένα χαρακτηριστικό που βοηθά στη διάκριση ενός ατόμου ή ενός πράγματος
- "Η ιερουσαλήμ έχει μια ξεχωριστή γεύση στη μέση ανατολή" - κέρτις γουίλκι
- "Αυτό είναι χαρακτηριστικό σας!"
- συνώνυμο:
- διακριτικός ,
- τυπικός
2. Capable of being classified
- synonym:
- classifiable ,
- distinctive
2. Ικανό να ταξινομηθεί
- συνώνυμο:
- ταξινομηθεί ,
- διακριτικός