Translation meaning & definition of the word "distemper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόσβεση" στην ελληνική γλώσσα
Distemper
[Αποστακτήρασ]noun
1. Any of various infectious viral diseases of animals
- synonym:
- distemper
1. Οποιαδήποτε από τις διάφορες μολυσματικές ιογενείς ασθένειες των ζώων
- συνώνυμο:
- αποστασιοποιητήσ
2. An angry and disagreeable mood
- synonym:
- ill humor ,
- ill humour ,
- distemper
2. Μια θυμωμένη και δυσάρεστη διάθεση
- συνώνυμο:
- κακό χιούμορ ,
- απαίσιο χιούμορ ,
- αποστασιοποιητήσ
3. Paint made by mixing the pigments with water and a binder
- synonym:
- distemper
3. Χρώμα που γίνεται με την ανάμειξη των χρωστικών με το νερό και ένα συνδετικό
- συνώνυμο:
- αποστασιοποιητήσ
4. A painting created with paint that is made by mixing the pigments with water and a binder
- synonym:
- distemper
4. Ένας πίνακας που δημιουργείται με χρώμα που γίνεται αναμιγνύοντας τις χρωστικές με νερό και ένα συνδετικό υλικό
- συνώνυμο:
- αποστασιοποιητήσ
5. A method of painting in which the pigments are mixed with water and a binder
- Used for painting posters or murals or stage scenery
- synonym:
- distemper
5. Μια μέθοδος ζωγραφικής στην οποία οι χρωστικές αναμιγνύονται με νερό και ένα συνδετικό υλικό
- Χρησιμοποιημένος για τη ζωγραφική των αφισών ή των τοιχογραφιών ή το σκηνικό τοπίο
- συνώνυμο:
- αποστασιοποιητήσ
verb
1. Paint with distemper
- synonym:
- distemper
1. Χρώμα με αποστακτήρα
- συνώνυμο:
- αποστασιοποιητήσ