Translation meaning & definition of the word "dissipated" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαχωρισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dissipated
[Διαλυμένο]/dɪsəpetɪd/
adjective
1. Unrestrained by convention or morality
- "Congreve draws a debauched aristocratic society"
- "Deplorably dissipated and degraded"
- "Riotous living"
- "Fast women"
- synonym:
- debauched ,
- degenerate ,
- degraded ,
- dissipated ,
- dissolute ,
- libertine ,
- profligate ,
- riotous ,
- fast
1. Ανεξέλεγκτη από σύμβαση ή ηθική
- "Η κονγκρέιβ σχεδιάζει μια ντεμπούτο αριστοκρατική κοινωνία"
- "Διαλυτικά διαλυμένος και υποβαθμισμένος"
- "Ταραχώδης ζωή"
- "Γρήγορο γυναίκες"
- συνώνυμο:
- αποσυναρμολογηθεί ,
- εκφυλίζω ,
- υποβαθμισμένη ,
- διασκορπισμένο ,
- αποσυναρμολόγηση ,
- ελευθεριακή ,
- προφίλ ,
- ταραχώδησ ,
- γρήγορος
2. Preoccupied with the pursuit of pleasure and especially games of chance
- "Led a dissipated life"
- "A betting man"
- "A card-playing son of a bitch"
- "A gambling fool"
- "Sporting gents and their ladies"
- synonym:
- dissipated ,
- betting ,
- card-playing ,
- sporting
2. Απασχολημένος με την επιδίωξη της ευχαρίστησης και ιδιαίτερα των τυχερών παιχνιδιών
- "Ηλεκτρισμένη ζωή"
- "Ένας άνθρωπος που στοιχηματίζει"
- "Ένας γιος παίζοντας κάρτα μιας σκύλας"
- "Ένας ανόητος τυχερών παιχνιδιών"
- "Αθλητικά επιθέματα και οι κυρίες τους"
- συνώνυμο:
- διασκορπισμένο ,
- στοίχημα ,
- παιχνίδι με κάρτες ,
- αθλητικός